καθαρογλώσσημα

καθαρογλώσσημα
το
το λεκτικό παιχνίδι γλωσσοδέτης*, που συνίσταται στην ακριβή και γρήγορη προφορά πολυσύνθετων λέξεων με δύσκολη προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γλώσσημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αθ. Σακελλάριο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοδέτης — ο 1. πάθηση της γλώσσας που προκαλεί δυσκολίες στην άρθρωση: Έπαθα γλωσσοδέτη. 2. λεκτικό παιχνίδι με λέξεις που είναι δύσκολες στην προφορά, καθαρογλώσσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”